Στόχος του Κ.Ε.ΔΙΑ. είναι η εξέταση του θεσμικού οικοδομήματος και των πολιτικών της Ε.Ε. με τη δυναμική προοπτική που εμφανίζουν νέες και επιστημονικά καινοτόμες θεματικές μέθοδοι. |
|
|
|
Regional Identity Formation in Southeast Asia and the Role of the European Union |
(Working Paper 01/2011) by Athanasios Lakrintis The dynamics of globalization have had a tremendous influence in the fields of international relations and politics. More particularly, since the 1960s a widespread use of this theory has been obvious in social sciences and in economics. In these terms, globalization should be seen as a bidirectional process that has an impact both at the international and the regional level of governance. As Dudley points out “globalization […] is not an overriding, one-way phenomenon by which “the local” is made into a part of “the global”; rather, in each local context aspects of the global are selectively appropriated, rejected and modified, and ultimately fed back into a global space”. Therefore, from a realist perspective, the states, which are the major actors in the international system decided to respond to this challenge by promoting the idea of regional integration. The phenomenon of regionalism is perfectly illustrated in the cases of the European Union (EU) and the Association of Southeast Asian Nations (ASEAN). These two entities are two examples of regional integration. According to Hemmer and Katzenstein “regional groupings and regional effects are of growing importance in world politics. Although often described in geographical terms, regions are political creations and not fixed by geography. Even regions that seem most natural and inalterable are products of political construction and subject to reconstruction attempts”. However, integration has been different in these two organizations. The different political, social, historical and economic backgrounds of Europe and Southeast Asia have played a crucial role in the integration process that has been taking place in these two regions. Download the full Working Paper (156 kb) |
|
Εθνικά Κοινοβούλια και Υπερ-Εθνική Δημοκρατία: Η πρόκληση της Συνθήκης της Λισσαβώνας |
(Working Paper 02/2011) της Ελένης Κονιτσιώτη Η Συνθήκη της Λισσαβώνας, που τέθηκε σε ισχύ την 1η Δεκεμβρίου 2009, ενισχύει με τις διατάξεις της τον εκδημοκρατισμό του κοινοτικού πολιτικού συστήματος, καθώς εμπεριέχει το μεγαλύτερο μέρος των καινοτομιών που προέβλεπε και η Συνταγματική Συνθήκη. Ο εκδημοκρατισμός όμως της Ένωσης είναι μια σύνθετη διεργασία και όχι απλώς ένας κανονισμός ή μια οδηγία που να μπορεί να επιβληθεί άνωθεν. Οι διατάξεις της νέας Συνθήκης θέτουν άμεσα τον ευρωπαίο πολίτη στο επίκεντρο των ευρωπαϊκών διαδικασιών, δίνοντάς του ακόμη και το δικαίωμα νομοθετικής πρωτοβουλίας – το δικαίωμα 1.000.000 πολιτών της Ένωσης να ζητήσουν από την Επιτροπή να εκδώσει νομοθετική πρόταση επί συγκεκριμένου ζητήματος – αλλά και έμμεσα, ενισχύοντας το ρόλο των εθνικών κοινοβουλευτικών σωμάτων. Η νέα Συνθήκη επενδύει στο ρόλο των κοινοβουλίων ως κινητήριο μοχλό της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης. Το σχετικό Πρωτόκολλο που περιλαμβανόταν και στη Συνταγματική Συνθήκη δίνει στα κοινοβούλια όσα εργαλεία δράσης τούς είναι απαραίτητα, προσδοκώντας ότι θα κάνουν σωστή χρήση αυτών προς όφελος της δημοκρατίας στην Ένωση. Τόσο οι ευρωπαϊκές Συνθήκες όσο και τα Συντάγματα των ευρωπαϊκών κρατών περιέχουν διατάξεις για τις ευρωπαϊκές αρμοδιότητες των κοινοβουλίων. Οι αρμοδιότητες που ανατίθενται στα διάφορα κοινοβούλια είναι ανάλογες της θεσμικής ισχύος που απολαμβάνει κάθε κοινοβούλιο στο εσωτερικό κάθε χώρας. Κατέβάστε ολόκληρο το κείμενο (610 kb) |
Europarties and the making of a Demos |
(Working Paper 03/2011) by As. Prof. Dimitris N. Chryssochoou The EU emerges as a fairly enough established collectivity in the form of a legally and politically ordered plurality which, at this particular stage of its historical and institutional evolution, becomes a reflection of a ‘polities’ polity’. This pluralist depiction of the EU comes closer to a ‘sympolity’ of historically constituted units in Tsatsos’ sense of the term, or to an ‘organized synarchy’ of co-determined sovereignties, rather to a federally constituted polity. Although the EU may not have evolved into a democracy in its own right, it projects a profound locking together of democratic polities regarding the joint exercise of authority, representing the most advanced case of voluntary regional integration. What follows links the debate on European party political development with the question of how to re-activate public interest in EU affairs. By transcending the centrality of the oft-raised questions of ‘who governs and how’, this essay calls attention to the equally crucial question of ‘who is governed’. The point is that designing a comprehensive reform package for Europarties as a means of mobilizing the democratic energies of citizens is no easy task, not least due to the EU’s systemic complexity, embedded diversity, and evolutionary character. Schmitter’s view of the EU as ‘the most complex polity that human agency has ever devised’ makes the point well. But this may be turned into an advantage, should one clarifies the ‘constitutive mission’ of Europarties, and how an informed and principled public dialogue on their political development can facilitate the emergence of a plural demos, whose members can direct their democratic claims and concerns to, and via, the central institutions. Download the full Working Paper (134 kb) |
Η εκπροσώπηση της Ευρωπαϊκής Ένωσης στο Συμβούλιο Ασφαλείας του Ο.Η.Ε. |
(Working Paper 04/2011) της Σύλβιας-Αλεξάνδρας Ράντου Η Ευρωπαϊκή Κοινότητα Άνθρακα και Χάλυβα, η οποία υπεγράφη το 1951, αποσκοπούσε στην επίτευξη μιας ειρηνικής πολιτικής σταθερότητας στον ευρωπαϊκό χώρο, έχοντας ως κύριο στόχο την οικονομική ανάπτυξη. Ο οικονομικός τομέας αποτέλεσε το επίκεντρο και της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας αλλά και της Ευρωπαϊκής Ατομικής Ενέργειας, οι οποίες υπεγράφησαν το 1957. Αντίθετα, η ιδέα της ύπαρξης μιας κοινής εξωτερικής πολιτικής έβρισκε κάθε άλλο παρά σύμφωνα τα κράτη μέλη. Η αποτυχία του σχεδίου δημιουργίας μιας Ευρωπαϊκής Αμυντικής Κοινότητας, η οποία αφορούσε στη σύσταση ενός ευρωπαϊκού στρατιωτικού οργανισμού, και της Ευρωπαϊκής Πολιτικής Κοινότητας, η οποία θα λειτουργούσε ως θεσμός που θα προωθούσε την ομοσπονδοποίηση, αποδείκνυαν την άρνηση των κρατών να προχωρήσουν την ολοκλήρωση σε έναν τομέα υψηλής πολιτικής. Μόνο το 1970, με την «Έκθεση του Λουξεμβούργου» και τη γέννηση της Ευρωπαϊκής Πολιτικής Συνεργασίας (ΕΠΣ), γίνονται οι πρώτες προσπάθειες από την πλευρά των κρατών μελών να συντονίσουν τις εξωτερικές τους πολιτικές, προκειμένου να δείξουν και την εξωτερική διάσταση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας. Η παρουσία βέβαια της Ευρωπαϊκής Κοινότητας σε Διεθνείς Οργανισμούς είχε ξεκινήσει σε άτυπο επίπεδο νωρίτερα, καθώς ήδη το 1964, στα πλαίσια του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών, άνοιξε το γραφείο πληροφόρησης της Κοινότητας στη Νέα Υόρκη, χωρίς όμως αυτό να συνεπάγεται παραχώρηση αρμοδιοτήτων σε θέματα εξωτερικής πολιτικής στην Κοινότητα από την πλευρά των κρατών μελών. Αντικείμενο της ανάλυσης είναι η εκπροσώπηση της Ευρωπαϊκής Ένωσης στον Οργανισμό Ηνωμένων Εθνών και συγκεκριμένα στο Συμβούλιο Ασφαλείας, ενώ δίνεται έμφαση στην εκπροσώπηση της Ένωσης στις συζητήσεις για το θέμα της αναδιαμόρφωσης του Συμβουλίου, από το 1993 μέχρι το 2005. Κατεβάστε ολόκληρο το κείμενο (561 kb) |
Critical examination of the strength and weaknesses of the New Institutional approach for the study of European integration |
(Working Paper 05/2011) by Konstantina J. Bethani The European Union is, without question, the most densely institutionalized international organisation with a welter of intergovernmental and supranational institutions and a rapidly growing body of primary and secondary legislation. Small wonder, then, that the body of the literature known as “the new institutionalism” has been applied with increasing frequency and success to the study of the Union as a polity and to European integration as a process. One thing that was new about this reassertion of institutionalism was that institutions were not just defined as the formal organisations that the old institutionalism had recognised – such as parliaments, executives and judicial courts – but extended to categorize informal patterns structured interaction between groups as institutions themselves; these structured interactions were institutions in the sense that they constrained or shaped group behaviour. New institutionalism is common to distinguish between three variants, each with a distinct definition of institutions and a distinct account of how they ‘matter’ in the study of politics, not as just a reflection of states. Download the full Working Paper (315 kb) |
Ραντεβού στα Τυφλά: Η Αγγλική Σχολή συναντά την Ευρωπαϊκή Ολοκλήρωση |
(Working Paper 06/2012) του Knud Erik Jørgensen Μετάφραση: Γεώργιος Ε. Δημητρίου Το προς εξήγηση φαινόμενο και όλα τα μέσα που δύνανται να το εξηγήσουν δεν έχουν συναντηθεί ποτέ μέχρι τώρα. Για διάφορους λόγους, πιθανόν ανεξήγητους, διατηρούσαν πάντα μια σχετική απόσταση — στην πραγματικότητα μάλιστα ίσως και να ζούσαν σε δύο διαφορετικούς κόσμους. Με την πάροδο του χρόνου, τα διάφορα μέσα εξήγησης εκδήλωσαν ενδιαφέρον για πολλά και διαφορετικά φαινόμενα, αλλά συχνά ζούσαν πέρα από τον ευρύτερο χωροχρονικό ορίζοντα. Από την πλευρά του, το προς εξήγηση φαινόμενο δέχθηκε εκδηλώσεις ενδιαφέροντος από πολλά δυνητικά μέσα εξήγησης, οι οποίες όμως ήταν συχνά θεωρητικά ανεπαρκείς. Ένας προξενητής, ο Barry Buzan, κανόνισε μια συνάντηση μεταξύ της Αγγλικής Σχολής και της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης. Τι θα συμβεί τελικά; Κατεβάστε ολόκληρο το κείμενο (645 kb) |
Θεσμικές παράμετροι αναφορικά με την ευθύνη της Ένωσης μετά την προσχώρηση στην ΕΣΔΑ |
(Working Paper 07/2012) του Κωνσταντίνου Μαργαρίτη Είναι γεγονός ότι η προσχώρηση της Ευρωπαϊκής Ένωσης στην ΕΣΔΑ θα επηρεάσει σημαντικά τις θεσμικές ισορροπίες σε θέματα προστασίας θεμελιωδών δικαιωμάτων στην Ευρώπη. Μια πτυχή της αλλαγής αυτής αποτελεί και η σχέση μεταξύ της ΕΕ των υπόλοιπων μελών της ΕΣΔΑ στο πλαίσιο λειτουργίας της τελευταίας. Υπό αυτή την έννοια, το ΔΕΕ θα αποτελεί πλέον «εθνικό δικαστήριο» υπό το πρίσμα του άρθρου 35 ΕΣΔΑ το οποίο θα πρέπει να αποφαίνεται προτού μια υπόθεση φθάσει στο ΕΔΔΑ. Το ζήτημα είναι αν και κατά πόσο είναι αυτό εφικτό στο υπάρχον θεσμικό πλαίσιο. Επιπλέον, ως μέλος της ΕΣΔΑ, η ΕΕ μπορεί να δέχεται προσφυγές από τα υπόλοιπα μέλη της˙ όμως σε αρκετές περιπτώσεις καθίσταται πολύ δύσκολος ο διαχωρισμός μεταξύ της ΕΕ και των κρατών μελών της αναφορικά με την ευθύνη από την εφαρμογή ευρωπαϊκής νομοθεσίας από κράτος μέλος. Άρα, προστατεύονται επαρκώς τα δικαιώματα της Ένωσης και των κρατών μελών στις ως άνω περιπτώσεις; Κατεβάστε ολόκληρο το κείμενο (494 kb) |
EU’s role in the Middle East and North Africa: pre and post the Arab Spring |
(Working Paper 08/2013) by Melina Vourgidi The Middle East has always been the part of the world with the most long-term conflicts. It is the anarchy and the insecurity that define the region that make it the centre of the world crisis. The instability that characterizes the area has to do with the fact that the regional system is not consolidated yet as it is still very recent. Therefore the roots of the conflict should be traced in the historical construction of this regional system. It was based on the model of the Westphalian states system, which is one that was imposed on the area and did not give the local people the opportunity to achieve their own solutions. Due to the fact that the region is rich in petroleum, it has always attracted external interest. This led to the imposition of this specific regional system which turned the Middle East into a periphery of the western world system. Download the full Working Paper (631 kb) |
Επιρροή του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων σε τομείς πολιτικής της ΕΕ: Κάποια παραδείγματα |
(Working Paper 09/2013) του Κωνσταντίνου Μαργαρίτη Ο Χάρτης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων αποτελεί πλέον και σε θεσμικό επίπεδο τον κατάλογο δικαιωμάτων της Ένωσης. Περιέχει ατομικά, κοινωνικά και πολιτικά δικαιώματα με αρνητικό, ενεργό και θετικό χαρακτήρα (status negativus, status activus, status positivus) στα οποία μπορούν οι πολίτες της Ένωσης να στηρίξουν τις όποιες ενστάσεις ή προσφυγές σύμφωνα με το πεδίο εφαρμογής του Χάρτη. Έτσι, παρά τους όποιους προβληματισμούς, θα μπορούσε να ειπωθεί ότι ο Χάρτης αποτελεί ποιοτικό άλμα σε σχέση με προηγούμενες εξελίξεις και λειτουργεί ως θεμέλιο για τη νέα συνταγματική οργάνωση της Ένωσης. Πέραν των παραπάνω, ένας Χάρτης με δεσμευτική ισχύ επιφέρει συνέπειες στους τομείς δράσης της ΕΕ. Οι συνέπειες αυτές εντάσσονται σε μια γενικότερη ποιοτική μεταστροφή της δραστηριότητας της Ένωσης η οποία «τοποθετεί τον άνθρωπο στην καρδιά της δράσης της». Το παρόν κείμενο επικεντρώνεται στην ανάλυση της προστιθέμενης αξίας του Χάρτη σε κάποιες από τις πολιτικές της ΕΕ. Με τον τρόπο αυτό θα τονιστεί η ουσιαστική σημασία της κατοχύρωσης του Χάρτη, ως πρωτογενές δίκαιο της Ένωσης, μέσω της συμβολής του στην ποιοτική ανανέωση της δραστηριότητας της ΕΕ σε καίριους τομείς πολιτικής. Κατεβάστε ολόκληρο το κείμενο (453 kb) |
Μόνιμη Ελληνική Αντιπροσωπεία στις Βρυξέλλες: Ευκαιρίες και Παθογένειες |
(Working Paper 10/2015) του Χαράλαμπου Σ. Κρεμμύδα Με την παρούσα εργασία αφενός επιδιώκεται η περιγραφή της δομής και λειτουργίας της Μόνιμης Ελληνικής Αντιπροσωπείας (Μ.Ε.Α.) στην έδρα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αφετέρου, επιχειρείται η σκιαγράφηση του πλαισίου της συνεργασίας της Μ.Ε.Α. με τα καθ’ ύλην αρμόδια εγχώρια Υπουργεία, προς προβολή των εθνικών θέσεων σε επίπεδο Ε.Ε. καθώς και προς υποδοχή σε εθνικό επίπεδο των ενωσιακών πολιτικών. Όπως προκύπτει από την διενεργηθείσα έρευνα σε σειρά Υπουργείων, η Μ.Ε.Α. χαίρει εκτίμησης σε εθνικό επίπεδο ενώ η συνεργασία της με την ελληνική πολιτική ηγεσία και δημόσια διοίκηση είναι έντονη και διαρκής. Η εισήγησή της επί της χάραξης της ευρωπαϊκής πολιτικής της χώρας χαίρει βαρύνουσας σημασίας, σε σημείο τέτοιο ώστε, σε ορισμένες περιπτώσεις, να υποκαθιστά ακόμα και το εθνικό κέντρο λήψης αποφάσεων επί των εκκρεμών ενωσιακών ζητημάτων. Εντούτοις, παρότι σε αυτή την περίπτωση τυγχάνει πλήρους αξιοποίησης η ευρωπαϊκή τεχνογνωσία και εμπειρία της Μ.Ε.Α., ελλοχεύει ο κίνδυνος περιθωριοποίησης της εγχώριας δημόσιας διοίκησης έναντι της διαδικασίας χάραξης των ενωσιακών πολιτικών, γεγονός που προμηνύει, σε επόμενο στάδιο, χαμηλές επιδόσεις επιτυχούς υλοποίησης των ίδιων πολιτικών σε εθνικό επίπεδο. Κατεβάστε ολόκληρο το κείμενο (2,4 Mb) |
|
|
|
|